- θυροκοπικόν
- θυροκοπικόςofmasc acc sgθυροκοπικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυροκοπικός — θυροκοπικός, ή, όν (Α) [θυροκόπος] 1. αυτός που αναφέρεται στη θυροκοπία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυροκοπικόν τραγούδι με αυλό μπροστά σε θύρα … Dictionary of Greek